ἑταιρίζω — to be pres subj act 1st sg ἑταιρίζω to be pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρίζω — ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) [εταίρος] 1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἑταιρίζομαι εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ.… … Dictionary of Greek
ἑταιριζομένων — ἑταιρίζω to be pres part mp fem gen pl ἑταιρίζω to be pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιριζόμενον — ἑταιρίζω to be pres part mp masc acc sg ἑταιρίζω to be pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρισάμενον — ἑταιρίζω to be aor part mid masc acc sg ἑταιρίζω to be aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίζοντα — ἑταιρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl ἑταιρίζω to be pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίζουσι — ἑταιρίζω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑταιρίζω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίσαι — ἑταιρίζω to be aor inf act ἑταιρίσαῑ , ἑταιρίζω to be aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίσαντα — ἑταιρίζω to be aor part act neut nom/voc/acc pl ἑταιρίζω to be aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίσσαι — ἑταιρίζω to be aor inf act (epic) ἑταιρίσσαῑ , ἑταιρίζω to be aor opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιριζομέναις — ἑταιρίζω to be pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)